- δακέθῡμος
- δακέ-θῡμος, herzbeißend, -kränkend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δακέθυμος — δακέθυμος, ον (Α) 1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός II. μσν. επίρρ. δακεθύμως με τρόπο ενοχλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακε < (θ.) δακ , τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν ε τής λέξης πρβλ … Dictionary of Greek
δακέθυμος — δακέθῡμος , δακέθυμος heart eating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακέθυμον — δακέθῡμον , δακέθυμος heart eating masc/fem acc sg δακέθῡμον , δακέθυμος heart eating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρσενόθυμος — ἀρσενόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα, που σκέφτεται αντρίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + θυμος < θυμός (πρβλ. δακέθυμος, εχέθυμος)] … Dictionary of Greek
εξανίημι — ἐξανίημι (Α) [ανίημι] 1. απορρίπτω, αποβάλλω, στέλνω προς τα έξω («ἄποιν ἐπισχέτω ξίφος δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ ἐξανιέτω», Ευρ.) 2. αναδίδω («ὀδμήν ἀξανίεσκον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (με γεν.) βγάζω, κάνω κάτι να βγει 4. (ειδ.) (με γεν.) εξακοντίζω… … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
δακεθύμους — δακεθύ̱μους , δακέθυμος heart eating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακέθυμα — δακέθῡμα , δακέθυμος heart eating neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)